- διμορφισμός
- Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Στα ζώα είναι κοινός ο φυλετικός δ. (υποκατηγορία του γενετικού δ.), κατά τον οποίο τα δύο φύλα του ίδιου είδους παρουσιάζουν εμφανή διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αυτά μπορεί να αφορούν τα πρωτογενή φυλετικά χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, ή τα δευτερογενή φυλετικά χαρακτηριστικά, όπως, για παράδειγμα, η παρουσία μαστών στα θηλυκά θηλαστικά. Ο φυλετικός δ. συναντάται σε είδη θηλαστικών (π.χ. η χαίτη του λιονταριού, τα κέρατα στο αρσενικό ελάφι), είναι αρκετά διακριτός σε ορισμένα πτηνά (π.χ. φτέρωμα, λοφίο και λειρί του πετεινού) και ιδιαίτερα έντονος σε διάφορα ασπόνδυλα (π.χ. σκώληκες, έντομα, καρκινοειδή κλπ.), στα οποία παρατηρούνται διαφορετικά μεγέθη, σχήματα και χρώματα μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού. Ο όρος εναλλαγή γενεών περιγράφει το φαινόμενο κατά το οποίο στο ίδιο είδος εναλλάσσονται οι διάφοροι τρόποι αναπαραγωγής με αντίστοιχα διαφορετική παραγόμενη μορφή, όπως στην περίπτωση της ετερογονίας των εντόμων (εναλλαγή της παρθενογένεσης με την αμφιγονία που γίνεται στις αφίδες) και της μεταγένεσης ορισμένων κνιδοζώων (εναλλαγή αμφιγονικής και μονογονικής αναπαραγωγής, στην οποία εναλλάσσεται η μορφή του πολύποδα και της μέδουσας).
Στον μη γενετικό δ. περιλαμβάνονται ο εποχιακός δ., φαινόμενο κατά το οποίο ένα ζώο παρουσιάζει διαφορά στην εμφάνιση ή στο χρώμα με τη μεταβολή των εποχών (π.χ. στα ζώα: ερμίνη, πολική αλεπού, πέρδικα των Άλπεων), ο οικολογικός δ., που σχετίζεται με το περιβάλλον (όπως, για παράδειγμα, στη φυλλοξήρα τη φυλλόβιο και στη φυλλοξήρα τη ριζόβιο), και ο ηθολογικός δ., που συνδέεται με τις συνήθειες (όπως, για παράδειγμα, η μονήρης και η κατ’ αγέλες ακρίδα).
Στα φυτά είναι συχνός o ανθικός δ., που χαρακτηρίζεται από άνθη διαφορετικού μεγέθους και μορφής, και ο δ. φυλλώματος, με φύλλα διαφορετικής μορφής και διάταξης.
Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι περισσότερες των δύο, το φαινόμενο καλείται πολυμορφισμός. Συχνά, οι διάφορες μορφές ενός πολυμορφισμού καθορίζονται από αλληλόμορφα γονίδια (γονίδια που ελέγχουν τον ίδιο χαρακτήρα με διαφορετικό τρόπο).
Αρσενικό (πάνω) και θηλυκό του λεπιδόπτερου ορνιθόπτερο, χαρακτηριστικό παράδειγμα διμορφισμού.
Αρσενικό (πάνω) και θηλυκό ψάρι του γένους λάβρος, που διακρίνεται για διμορφισμό.
Στα φυτά είναι συχνός o ανθικός διμορφισμός, που χαρακτηρίζεται από άνθη διαφορετικού μεγέθους και μορφής, και ο διμορφισμός φυλλώματος, με φύλλα διαφορετικής μορφής και διάταξης. Στη φωτογραφία, φυτό αραβοσίτου με αρσενικές και θηλυκές ανθοταξίες.
Ο φυλετικός διμορφισμός είναι ιδιαίτερα διακριτός σε ορισμένα πτηνά (π.χ. φτέρωμα, λοφίο και λειρί του πετεινού). Στη φωτογραφία αρσενικός φασιανός.
Θηλυκός φασιανός, είδος όπου παρουσιάζεται έντονος ο διμορφισμός.
* * *ο1. η ιδιότητα τού δίμορφου*2. η εμφάνιση ζωντανού οργανισμού με δύο μορφές διαφορετικές από άποψη μορφολογική, φυσιολογική, ανατομική3. η χρησιμοποίηση μιας λέξης με δύο διαφορετικές μορφές (π.χ. «αστήρ», «άστρο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. dimorphism. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.